Η κοινωνιολογία της κρίσης.
Τα αίτια, οι συνέπειες και το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης…
Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην κοινωνία συγκεντρώνουν τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, αφού οι αλλαγές που συντελούνται είναι ραγδαίες αλλά και τραγικές. Δεν πρόκειται για απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας και παράθεση στατιστικών στοιχείων, αλλά για τις ανθρώπινες ζωές των οποίων συντρίβεται η αξιοπρέπειάς τους. Οι εργαζόμενοι με κουρελιασμένο ηθικό συναινούν απρόθυμα στη νέα πραγματικότητα, που τη δέχονται ως αναγκαίο κακό αν και καταλαβαίνουν ότι με τη συναίνεση υποβαθμίζεται η ποιότητα της ζωής τους. Το τραγικό είναι ότι δεν πρόκειται για μια απλή διαπίστωση αλλά για ένα βίωμα που δεν ξέρουν αν θα έχει τέλος. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν είναι σε θέση να απαντήσουν με σιγουριά αν οι θυσίες που κάνουν θα έχουν κάποιο αντίκρισμα.
Οι νέοι με αρκετά εφόδια (πιστοποιητικά σπουδών, υψηλή εξειδίκευση) νοιώθουν την ματαίωση των προσπαθειών τους πριν ακόμα μπουν για τα καλά στο στίβο της ζωής, αφού είτε ανεβάζουν τα ποσοστά ανεργίας είτε υποαπασχολούνται ως σύγχρονοι σκλάβοι. Η εκπαιδευτική στρατηγική που φανέρωνε την αντίληψη για κοινωνική ανέλιξη μέσω του πανεπιστημίου εγκαταλείπεται μπροστά στα επαγγελματικά αδιέξοδα χιλιάδων αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Οι νέοι εργαζόμενοι, με την εφαρμογή των νέων εργασιακών σχέσεων στα πλαίσια της ελαστικοποίησή τους, μετονομάζονται είτε σε απασχολήσιμους είτε σε ωφελούμενους και απαξιώνονται εργασιακά.
Οι παλαιότεροι εργαζόμενοι ζουν έντονα την εργασιακή τους επισφάλεια και στρέφονται ενάντια στους άλλους εργαζόμενους προσπαθώντας να καταλάβουν τον τρόπο που καταπατώνται τα εργασιακά τους δικαιώματα. Ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα η κατάσταση φαίνεται ανεξέλεγκτη, αφού οι περικοπές δεν περιορίζονται στους μισθούς αλλά επεκτείνονται (στο όνομα της μεταρρύθμισης) και στο ήδη περιορισμένο (υπολογίζονται επίσημα στους 600.000 εργαζόμενους) αλλά απαραίτητο για την λειτουργία του κράτους ανθρώπινο δυναμικό. Η αντιμετώπισή τους ως νούμερα, που πρέπει να περιοριστούν με αποκλειστικό στόχο τον περιορισμό της δημόσιας δαπάνης και όχι ως άνθρωποι και μάλιστα δημόσιοι λειτουργοί, οδηγεί τη χώρα μας σε οικονομικά αλλά και κοινωνικά αδιέξοδα. Το υπολειμματικό κράτος πρόνοιας καταρρέει και μαζί του όλες οι στοιχειώδεις υποδομές των κοινωνικών υπηρεσιών (υγεία, παιδεία, πολιτισμός). Τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας (αυτοκτονίες, έξαρση βίας και εγκληματικότητας, αλκοολισμός, ψυχωτικές διαταραχές, κ.ά.) εμφανίζονται όλο και περισσότερο επιβεβαιώνοντας εν μέρει τη θεωρία της δομικής ανομίας. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι σε περιόδους ραγδαίων κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών τα φαινόμενα αυτά εντείνονται.
Η μείωση των μισθών και του κόστους εργασίας, η απελευθέρωση των αγορών και ο ελεύθερος ανταγωνισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις (όπου αυτές επιχειρήθηκαν με κάθε τρόπο) δυσχέραιναν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αφού ούτε επενδύσεις έγιναν και κατ’ επέκταση ούτε θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν. Τα 5μηνα των ΕΣΠΑ και των ωφελούμενων του ΟΑΕΔ μοιάζουν με σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα ποσοστά της ανεργίας και στις τραγικές συνέπειές της. Οι νέοι είτε μεταναστεύουν στο εξωτερικό είτε συντηρούνται από την οικογένειά τους, όσο αντέχουν ακόμη τα υλικά και ψυχικά της αποθέματα.
Η μεγάλη ρευστότητα που επικρατεί στα μεσαία στρώματα και η καθοδική κινητικότητα των περισσοτέρων απ’ αυτούς, αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών και της εφαρμογής μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, συμπίπτει επίσης με τον αφανισμό των αυτοαπασχολούμενων (μικρέμποροι, μικροβιοτέχνες, ειδικευμένοι επαγγελματίες, κ.ά.) αλλά και των εκπροσώπων της νέας μικροαστικής τάξης (μεσαία διοικητικά στελέχη υπηρεσιών, υπάλληλοι γραφείου, κ.ά.). Οι τελευταίοι πλήττονται με την εφαρμογή των νέων εργασιακών καθεστώτων και την ένταση με την οποία εφαρμόζονται λόγω της κρίσης. Όσο για τον μύθο του αυτοδημιούργητου, που για δεκαετίες συντηρούσε μεγάλα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων, φαίνεται ότι χάνεται υπό την πίεση του ανταγωνιστικού πλαισίου και της απελευθέρωσης της αγοράς.
Με την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους οι πολίτες χάνουν τη σιγουριά και την ασφάλεια που ένοιωθαν, ενώ απειλούνται έντονα από τον κίνδυνο να καταστούν αποκλεισμένοι και να αφεθούν στην τύχη τους. Οποιοδήποτε προγραμματικό σχέδιο ματαιώνεται μπροστά στην ασταθή και γεμάτη ρίσκα ανασφαλή ζωή τους, αφού με την ευελιξία και τις προσωπικές λύσεις δεν αντιμετωπίζονται τα κοινωνικά προβλήματα, παρά τις παροτρύνσεις των εκπροσώπων της πολιτικής. Δυστυχώς οι συνέπειες είναι αρνητικές ακόμα και για τα κοινωνικά δίκτυα, αφού η καχυποψία αντικαθιστά την εμπιστοσύνη. Οι μορφές αλληλεγγύης που διαφημίζονται από τους ελεγχόμενους κοινωνικούς μηχανισμούς, προβάλλουν το αποτέλεσμα του προβλήματος και όχι την αιτία που το δημιούργησε. Η αντιμετώπιση του προβλήματος μοιάζει με σταγόνες φιλανθρωπίας σε ωκεανούς ανθρώπινης εκμετάλλευσης, όταν οι αποκλεισμένοι πληθαίνουν με τη μορφή παράπλευρων απωλειών σ’ έναν πόλεμο που συμμετέχουν όλοι χωρίς καν να έχουν ερωτηθεί. Κι όλα αυτά σ’ ένα παιχνίδι στην παγκόσμια σκακιέρα, που οι αιφνιδιαστικές κινήσεις σοκάρουν τους κοινωνικά αδύναμους μεγαλώνοντας τις αποστάσεις μεταξύ των ισχυρών και ανίσχυρων. Οι αλλαγές, που συντελούνται τα τελευταία χρόνια δεν περιορίζονται στο πεδίο της οικονομίας αλλά επεκτείνονται στην κοινωνία, αποκαθιστώντας το ταξικό της κομμάτι και μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες στο όνομα της ελεύθερης αγοράς.
Τα νέα λαϊκά στρώματα ξεχωρίζουν από τα παραδοσιακά, αφενός μεν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, κάτι που υποδηλώνει άγνοια των κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων, και αφετέρου του υψηλού εκπαιδευτικού τους επιπέδου. Έτσι διατηρούν αρκετά αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα παραδοσιακά λαϊκά στρώματα (απαξίωση του εργάτη, της χειρονακτικής εργασίας, κτλ.) κάτι που συμβαδίζει μ’ έναν τρόπο κοινωνικοποίησης ενταγμένο στην προσπάθεια απομάκρυνσης από την εργατική τάξη και τον τρόπο ζωής των εργατών. Αν στα προηγούμενα προσθέσουμε την πολυδιάσπαση διαφόρων κοινωνικών ομάδων (νέοι εργαζόμενοι ενάντια παλαιών), επαγγελματικών ομάδων και κατηγοριών (ιδιωτικός ενάντια στο δημόσιο τομέα, μόνιμοι εργαζόμενοι ενάντια σε συμβασιούχους, απασχολήσιμους ή ωφελούμενους, κ.ο.κ.), που αμφότεροι αποδίδουν ευθύνες για την οικονομική κατάσταση επηρεασμένοι σημαντικά από τη λειτουργία διαφόρων ψυχοκοινωνικών μηχανισμών (ΜΜΕ, κ.ά.), τότε καταλαβαίνουμε γιατί αποκλείεται η δημιουργία ενός κοινωνικού σώματος με ενιαία στάση και συμπεριφορά, που θα μπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση προσεγγίζοντας στην αιτία και όχι στο αποτέλεσμα, στο κοινωνικό και όχι στο ατομικό.
Ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα για τη χώρα μας, ακόμα μεγαλύτερο και από την οικονομική κρίση, είναι η νοοτροπία που απέκτησαν όλοι τα τελευταία 20 με 25 χρόνια, αποτέλεσμα των πρακτικών ενός πολιτικού συστήματος με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την αδιαφάνεια, τη διαφθορά, την ιδιοτέλεια, την ανικανότητα, την εξαπάτηση, κ.ά. στο όνομα της δημοκρατίας. Μια νοοτροπία ενταγμένη στις νοητικές δομές και στην κυρίαρχη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, που ακόμα κι αν δεν την αποδέχτηκαν όλοι, συναίνεσαν με αυτήν, αφού την συναποδέχθηκαν (consensus) συνειδητά ή ασυνείδητα χωρίς να ερωτηθούν, λες και έγινε μία άτυπη συμφωνία. Μια νοοτροπία, ανεξάρτητη από την κοινωνική θέση ή την ιδεολογική τοποθέτηση, που αποκτήθηκε μέσω της κοινωνικοποίησής τους σ’ ένα σύστημα που προώθησε τον ατομικισμό και την ιδιωτική πρωτοβουλία, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο, τις αξίες του και τις πραγματικές του ανάγκες. Κι όλα αυτά σ’ ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, που η επικράτηση του ισχυρού ήταν θέμα χρόνου. Η παραπάνω κατάσταση εξελίχθηκε σε ρουτίνα, αφού η υιοθέτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας εκφραζόταν μέσω της μίζερης επανάληψης κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών με την καθοδήγηση ορατών αλλά και παράλληλα αόρατων σε πολλούς μηχανισμών.
Σήμερα λοιπόν θα λέγαμε ότι η δημοκρατία πλήττεται εσωτερικά (από τα μέσα), κι αυτό δεν αφορά μόνο τη χώρα μας, αφού δεν απειλείται από κάποιον εξωτερικό εχθρό (που πρεσβεύει άλλα καθεστώτα και ιδεολογίες) όπως άλλες εποχές. Αντίθετα αυτό που συμβαίνει είναι η έκπτωση της ποιότητά της, όταν καταπατώνται ανθρώπινα δικαιώματα (κοινωνικά & πολιτικά) κι όταν εξωκοινοβουλευτικοί παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά τα κέντρα λήψης αποφάσεων, αφού οι πολιτικοί μοιάζουν περισσότερο διαχειριστές των καταστάσεων και κατώτεροι των περιστάσεων αλλά και των προσδοκιών των πολιτών. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι τελευταίοι (πολίτες) θεωρώντας μη αναστρέψιμη την κατάσταση αυτή, όπου δηλαδή στην παρούσα συγκυρία η οικονομία είναι πιο ισχυρή από την πολιτική, δυσανασχετούν με τη δημοκρατία και όχι με τις πολιτικές πρακτικές που ακολουθούνται στο όνομά της. Απαξιώνουν δηλαδή βασικούς κοινωνικούς θεσμούς της δημοκρατίας, που περνούν κρίση λόγω των λανθασμένων τρόπων που ακολουθούνται, και χάνουν τις ελπίδες τους όταν δεν υλοποιούνται οι σκοποί της ύπαρξης αυτών. Έτσι υποχωρεί από την πλευρά τους η υποστήριξη της δημοκρατικής ιδέας και του δημοκρατικού φρονήματος ανοίγοντας το δρόμο στους εχθρούς της και στους υποστηρικτές άλλων καθεστώτων, λησμονώντας ότι δημοκρατία σημαίνει λαϊκή κυριαρχία, συμμετοχή στα κοινά και έλεγχος της εξουσίας. Η δυσαρέσκεια και η χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στα πολιτικά πρόσωπα και τις πρακτικές που εφαρμόσθηκαν τα προηγούμενα χρόνια σε βάρος των πολιτών-ομήρων δεν θα πρέπει να κλονίσουν το δημοκρατικό φρόνημα και πολύ περισσότερο την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Μπορεί να λέγεται ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά όταν οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες γίνονται ανυπόφορες τότε προβάλει ως λύση η γενικευμένη βία και οι καταστροφές και τότε φυσικά ο δρόμος για πισωγυρίσματα δεν είναι μακριά. Μάλιστα η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, όταν πρωταγωνιστές είναι και πάλι οι πλέον αδικημένοι, αυτοί δηλαδή που ως θύτες - θύματα ξαναζωντανεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Κι όμως υπάρχει διέξοδος κι αυτή βρίσκεται στο χέρι μας και στην καρδιά μας. Πρόκειται για την εφαρμογή μιας διαφορετικής πολιτικής, που στο επίκεντρό της θα είναι ο άνθρωπος και οι αξίες του. Μια πολιτική που δεν θα έρθει σε ρήξη μόνο με τους μηχανισμούς ενός σάπιου συστήματος αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Υπάρχει ανάγκη για την εφαρμογή ενός διαφορετικού τρόπου διακυβέρνησης της χώρας, που θα πρωταγωνιστούν νέοι άνθρωποι (όχι απαραίτητα στην ηλικία), με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα, χωρίς αμφισημίες και διγλωσσία και κυρίως έτοιμοι να συγκρουστούν με το κατεστημένο. Επομένως στα πλαίσια μιας διαφορετικής φιλοσοφίας χρειάζεται να προχωρήσει η χώρα σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με διαφορετικό πολιτικό ύφος και ήθος, αλλαγές αναγκαίες και όχι επιβαλλόμενες, που θα γίνουν αποδεκτές από την πλειοψηφία του λαού, αφού θα θίγουν τους λίγους και προνομιούχους. Μία κυβέρνηση με δημοκρατικό φρόνημα, που θα επιζητεί την ενότητα στη διαφορά, αξιοποιώντας την κριτική και τον έλεγχο που της ασκείται από τον απλό πολίτη. Ένας πολίτης που θα συμμετέχει στα κοινά, γιατί ο μέχρι τώρα αποκλεισμός του στοίχισε και στοιχίζει στο μέλλον των παιδιών του. Άλλωστε η αποπολιτικοποίηση των τελευταίων χρόνων δεν οφειλόταν, όπως παλιά, στην αναρμοδιότητά του, αλλά στην αδιαφορία του για τα κοινά και στο προσωπικό του όφελος (βόλεμα), επομένως έχει σημαντικές ευθύνες, αφού χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Ακόμα κι αν δεν θέλει να συμμετέχει ενεργά σε πολιτικά σχήματα, θα πρέπει τουλάχιστον να συμμετέχει στους κοινωνικούς θεσμούς βελτιώνοντας τον τρόπο της λειτουργίας τους, ώστε να καρπωθεί αυτός και οι δικοί του άνθρωποι τα θετικά των σκοπών τους. Μόνο έτσι θα κερδηθεί η εμπιστοσύνη απέναντι στο κράτος, στην εξουσία δηλαδή (απ’ το κρατέω-ώ = εξουσιάζω) που θα μοιράζεται σε όλους ανάλογα με τις δυνατότητες αλλά και τις ανάγκες που υπάρχουν. Ο έλεγχος της εξουσίας θα περιορίζει τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας των πολιτικών που ως μέλη μιας κυβέρνησης θα εφαρμόσουν μια νέα οικονομική και κοινωνική πολιτική, που θα ισορροπεί ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική ισότητα. Κι όλα αυτά σε μια προσπάθεια που το αίσθημα του δικαίου θα κυριαρχεί στην κοινωνία και όχι μόνο στις δικαστικές αίθουσες, αφού η εφαρμογή των νόμων (γραπτών ή άγραφων, τυπικών ή άτυπων) δεν θα εξαρτάται αποκλειστικά από το φόβο των συνεπειών μιας παραβατικής συμπεριφοράς. Όλοι οι πολίτες λοιπόν θα υπακούουν στους νόμους ανεξάρτητα από την κοινωνική τους ισχύ, αφού η αλλαγή των νοητικών δομών (νοοτροπία) έπεται των κοινωνικών δομών, επομένως η αναζήτηση του κέρδους δεν θα αποτιμάται αποκλειστικά από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά και από παράγοντες που δεν καταγράφονται ούτε ερμηνεύονται με οικονομικούς όρους…
Κι επειδή τα όνειρα δεν κρατάνε πολύ, αλλά θεωρούνται απαραίτητα στη ζωή μας, ας δούμε εν συντομία τι μπορεί να γίνει άμεσα για το καλό της χώρας μας.
Ας περιφρουρήσουμε τη δημοκρατία μας, ακόμα κι αν πικραθήκαμε από τους πολιτικούς – διαχειριστές. Ας σκεφτούμε ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι συμπολίτες μας, που αν τους εμπιστευτούμε θα προσπαθήσουν να λειτουργήσουν πολιτικά, με την ουσία της λέξης, κι εμείς από κοντά ας τους ελέγχουμε. Παράλληλα ας ελέγχουμε και την πολιτική μας συμπεριφορά (αυτοέλεγχος). Για παράδειγμα ίσως κάποιοι στελεχώσουν μια ελληνική κυβέρνηση που θα περιορίσει τον επεμβατικό χαρακτήρα της ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παραβιάζει τις βασικές αρχές της. Κάποτε μιλούσε για ενότητα των χωρών και παράλληλα αυτοδιαχείριση, αυτονομία, κ.ά. στο εσωτερικό τους και όχι επιβολή μιας ταξικής πολιτικής στις αδύναμες χώρες (βλ. νότος). Ελπίζω με τα μνημόνια να μη χάσουμε τη μνήμη μας και κυρίως την ιστορική. Ίσως η Πολιτική Παιδεία αντί για μάθημα εξεταζόμενο στο σχολείο θα έπρεπε να μαθαίνεται βιωματικά στη κοινωνία. Το ζήτημα είναι ότι θα διαφωνούσαμε πάλι για το ποιος θα κάνει την αξιολόγηση… Μα, η ζωή βέβαια. Αν και αυτή «…αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία».
Δρ.Μακρίδης Γιώργος, κοινωνιολόγος
Τα αίτια, οι συνέπειες και το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης…
Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην κοινωνία συγκεντρώνουν τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, αφού οι αλλαγές που συντελούνται είναι ραγδαίες αλλά και τραγικές. Δεν πρόκειται για απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας και παράθεση στατιστικών στοιχείων, αλλά για τις ανθρώπινες ζωές των οποίων συντρίβεται η αξιοπρέπειάς τους. Οι εργαζόμενοι με κουρελιασμένο ηθικό συναινούν απρόθυμα στη νέα πραγματικότητα, που τη δέχονται ως αναγκαίο κακό αν και καταλαβαίνουν ότι με τη συναίνεση υποβαθμίζεται η ποιότητα της ζωής τους. Το τραγικό είναι ότι δεν πρόκειται για μια απλή διαπίστωση αλλά για ένα βίωμα που δεν ξέρουν αν θα έχει τέλος. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν είναι σε θέση να απαντήσουν με σιγουριά αν οι θυσίες που κάνουν θα έχουν κάποιο αντίκρισμα.
Οι νέοι με αρκετά εφόδια (πιστοποιητικά σπουδών, υψηλή εξειδίκευση) νοιώθουν την ματαίωση των προσπαθειών τους πριν ακόμα μπουν για τα καλά στο στίβο της ζωής, αφού είτε ανεβάζουν τα ποσοστά ανεργίας είτε υποαπασχολούνται ως σύγχρονοι σκλάβοι. Η εκπαιδευτική στρατηγική που φανέρωνε την αντίληψη για κοινωνική ανέλιξη μέσω του πανεπιστημίου εγκαταλείπεται μπροστά στα επαγγελματικά αδιέξοδα χιλιάδων αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Οι νέοι εργαζόμενοι, με την εφαρμογή των νέων εργασιακών σχέσεων στα πλαίσια της ελαστικοποίησή τους, μετονομάζονται είτε σε απασχολήσιμους είτε σε ωφελούμενους και απαξιώνονται εργασιακά.
Οι παλαιότεροι εργαζόμενοι ζουν έντονα την εργασιακή τους επισφάλεια και στρέφονται ενάντια στους άλλους εργαζόμενους προσπαθώντας να καταλάβουν τον τρόπο που καταπατώνται τα εργασιακά τους δικαιώματα. Ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα η κατάσταση φαίνεται ανεξέλεγκτη, αφού οι περικοπές δεν περιορίζονται στους μισθούς αλλά επεκτείνονται (στο όνομα της μεταρρύθμισης) και στο ήδη περιορισμένο (υπολογίζονται επίσημα στους 600.000 εργαζόμενους) αλλά απαραίτητο για την λειτουργία του κράτους ανθρώπινο δυναμικό. Η αντιμετώπισή τους ως νούμερα, που πρέπει να περιοριστούν με αποκλειστικό στόχο τον περιορισμό της δημόσιας δαπάνης και όχι ως άνθρωποι και μάλιστα δημόσιοι λειτουργοί, οδηγεί τη χώρα μας σε οικονομικά αλλά και κοινωνικά αδιέξοδα. Το υπολειμματικό κράτος πρόνοιας καταρρέει και μαζί του όλες οι στοιχειώδεις υποδομές των κοινωνικών υπηρεσιών (υγεία, παιδεία, πολιτισμός). Τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας (αυτοκτονίες, έξαρση βίας και εγκληματικότητας, αλκοολισμός, ψυχωτικές διαταραχές, κ.ά.) εμφανίζονται όλο και περισσότερο επιβεβαιώνοντας εν μέρει τη θεωρία της δομικής ανομίας. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι σε περιόδους ραγδαίων κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών τα φαινόμενα αυτά εντείνονται.
Η μείωση των μισθών και του κόστους εργασίας, η απελευθέρωση των αγορών και ο ελεύθερος ανταγωνισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις (όπου αυτές επιχειρήθηκαν με κάθε τρόπο) δυσχέραιναν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αφού ούτε επενδύσεις έγιναν και κατ’ επέκταση ούτε θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν. Τα 5μηνα των ΕΣΠΑ και των ωφελούμενων του ΟΑΕΔ μοιάζουν με σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα ποσοστά της ανεργίας και στις τραγικές συνέπειές της. Οι νέοι είτε μεταναστεύουν στο εξωτερικό είτε συντηρούνται από την οικογένειά τους, όσο αντέχουν ακόμη τα υλικά και ψυχικά της αποθέματα.
Η μεγάλη ρευστότητα που επικρατεί στα μεσαία στρώματα και η καθοδική κινητικότητα των περισσοτέρων απ’ αυτούς, αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών και της εφαρμογής μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, συμπίπτει επίσης με τον αφανισμό των αυτοαπασχολούμενων (μικρέμποροι, μικροβιοτέχνες, ειδικευμένοι επαγγελματίες, κ.ά.) αλλά και των εκπροσώπων της νέας μικροαστικής τάξης (μεσαία διοικητικά στελέχη υπηρεσιών, υπάλληλοι γραφείου, κ.ά.). Οι τελευταίοι πλήττονται με την εφαρμογή των νέων εργασιακών καθεστώτων και την ένταση με την οποία εφαρμόζονται λόγω της κρίσης. Όσο για τον μύθο του αυτοδημιούργητου, που για δεκαετίες συντηρούσε μεγάλα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων, φαίνεται ότι χάνεται υπό την πίεση του ανταγωνιστικού πλαισίου και της απελευθέρωσης της αγοράς.
Με την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους οι πολίτες χάνουν τη σιγουριά και την ασφάλεια που ένοιωθαν, ενώ απειλούνται έντονα από τον κίνδυνο να καταστούν αποκλεισμένοι και να αφεθούν στην τύχη τους. Οποιοδήποτε προγραμματικό σχέδιο ματαιώνεται μπροστά στην ασταθή και γεμάτη ρίσκα ανασφαλή ζωή τους, αφού με την ευελιξία και τις προσωπικές λύσεις δεν αντιμετωπίζονται τα κοινωνικά προβλήματα, παρά τις παροτρύνσεις των εκπροσώπων της πολιτικής. Δυστυχώς οι συνέπειες είναι αρνητικές ακόμα και για τα κοινωνικά δίκτυα, αφού η καχυποψία αντικαθιστά την εμπιστοσύνη. Οι μορφές αλληλεγγύης που διαφημίζονται από τους ελεγχόμενους κοινωνικούς μηχανισμούς, προβάλλουν το αποτέλεσμα του προβλήματος και όχι την αιτία που το δημιούργησε. Η αντιμετώπιση του προβλήματος μοιάζει με σταγόνες φιλανθρωπίας σε ωκεανούς ανθρώπινης εκμετάλλευσης, όταν οι αποκλεισμένοι πληθαίνουν με τη μορφή παράπλευρων απωλειών σ’ έναν πόλεμο που συμμετέχουν όλοι χωρίς καν να έχουν ερωτηθεί. Κι όλα αυτά σ’ ένα παιχνίδι στην παγκόσμια σκακιέρα, που οι αιφνιδιαστικές κινήσεις σοκάρουν τους κοινωνικά αδύναμους μεγαλώνοντας τις αποστάσεις μεταξύ των ισχυρών και ανίσχυρων. Οι αλλαγές, που συντελούνται τα τελευταία χρόνια δεν περιορίζονται στο πεδίο της οικονομίας αλλά επεκτείνονται στην κοινωνία, αποκαθιστώντας το ταξικό της κομμάτι και μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες στο όνομα της ελεύθερης αγοράς.
Τα νέα λαϊκά στρώματα ξεχωρίζουν από τα παραδοσιακά, αφενός μεν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, κάτι που υποδηλώνει άγνοια των κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων, και αφετέρου του υψηλού εκπαιδευτικού τους επιπέδου. Έτσι διατηρούν αρκετά αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα παραδοσιακά λαϊκά στρώματα (απαξίωση του εργάτη, της χειρονακτικής εργασίας, κτλ.) κάτι που συμβαδίζει μ’ έναν τρόπο κοινωνικοποίησης ενταγμένο στην προσπάθεια απομάκρυνσης από την εργατική τάξη και τον τρόπο ζωής των εργατών. Αν στα προηγούμενα προσθέσουμε την πολυδιάσπαση διαφόρων κοινωνικών ομάδων (νέοι εργαζόμενοι ενάντια παλαιών), επαγγελματικών ομάδων και κατηγοριών (ιδιωτικός ενάντια στο δημόσιο τομέα, μόνιμοι εργαζόμενοι ενάντια σε συμβασιούχους, απασχολήσιμους ή ωφελούμενους, κ.ο.κ.), που αμφότεροι αποδίδουν ευθύνες για την οικονομική κατάσταση επηρεασμένοι σημαντικά από τη λειτουργία διαφόρων ψυχοκοινωνικών μηχανισμών (ΜΜΕ, κ.ά.), τότε καταλαβαίνουμε γιατί αποκλείεται η δημιουργία ενός κοινωνικού σώματος με ενιαία στάση και συμπεριφορά, που θα μπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση προσεγγίζοντας στην αιτία και όχι στο αποτέλεσμα, στο κοινωνικό και όχι στο ατομικό.
Ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα για τη χώρα μας, ακόμα μεγαλύτερο και από την οικονομική κρίση, είναι η νοοτροπία που απέκτησαν όλοι τα τελευταία 20 με 25 χρόνια, αποτέλεσμα των πρακτικών ενός πολιτικού συστήματος με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την αδιαφάνεια, τη διαφθορά, την ιδιοτέλεια, την ανικανότητα, την εξαπάτηση, κ.ά. στο όνομα της δημοκρατίας. Μια νοοτροπία ενταγμένη στις νοητικές δομές και στην κυρίαρχη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, που ακόμα κι αν δεν την αποδέχτηκαν όλοι, συναίνεσαν με αυτήν, αφού την συναποδέχθηκαν (consensus) συνειδητά ή ασυνείδητα χωρίς να ερωτηθούν, λες και έγινε μία άτυπη συμφωνία. Μια νοοτροπία, ανεξάρτητη από την κοινωνική θέση ή την ιδεολογική τοποθέτηση, που αποκτήθηκε μέσω της κοινωνικοποίησής τους σ’ ένα σύστημα που προώθησε τον ατομικισμό και την ιδιωτική πρωτοβουλία, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο, τις αξίες του και τις πραγματικές του ανάγκες. Κι όλα αυτά σ’ ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, που η επικράτηση του ισχυρού ήταν θέμα χρόνου. Η παραπάνω κατάσταση εξελίχθηκε σε ρουτίνα, αφού η υιοθέτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας εκφραζόταν μέσω της μίζερης επανάληψης κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών με την καθοδήγηση ορατών αλλά και παράλληλα αόρατων σε πολλούς μηχανισμών.
Σήμερα λοιπόν θα λέγαμε ότι η δημοκρατία πλήττεται εσωτερικά (από τα μέσα), κι αυτό δεν αφορά μόνο τη χώρα μας, αφού δεν απειλείται από κάποιον εξωτερικό εχθρό (που πρεσβεύει άλλα καθεστώτα και ιδεολογίες) όπως άλλες εποχές. Αντίθετα αυτό που συμβαίνει είναι η έκπτωση της ποιότητά της, όταν καταπατώνται ανθρώπινα δικαιώματα (κοινωνικά & πολιτικά) κι όταν εξωκοινοβουλευτικοί παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά τα κέντρα λήψης αποφάσεων, αφού οι πολιτικοί μοιάζουν περισσότερο διαχειριστές των καταστάσεων και κατώτεροι των περιστάσεων αλλά και των προσδοκιών των πολιτών. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι τελευταίοι (πολίτες) θεωρώντας μη αναστρέψιμη την κατάσταση αυτή, όπου δηλαδή στην παρούσα συγκυρία η οικονομία είναι πιο ισχυρή από την πολιτική, δυσανασχετούν με τη δημοκρατία και όχι με τις πολιτικές πρακτικές που ακολουθούνται στο όνομά της. Απαξιώνουν δηλαδή βασικούς κοινωνικούς θεσμούς της δημοκρατίας, που περνούν κρίση λόγω των λανθασμένων τρόπων που ακολουθούνται, και χάνουν τις ελπίδες τους όταν δεν υλοποιούνται οι σκοποί της ύπαρξης αυτών. Έτσι υποχωρεί από την πλευρά τους η υποστήριξη της δημοκρατικής ιδέας και του δημοκρατικού φρονήματος ανοίγοντας το δρόμο στους εχθρούς της και στους υποστηρικτές άλλων καθεστώτων, λησμονώντας ότι δημοκρατία σημαίνει λαϊκή κυριαρχία, συμμετοχή στα κοινά και έλεγχος της εξουσίας. Η δυσαρέσκεια και η χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στα πολιτικά πρόσωπα και τις πρακτικές που εφαρμόσθηκαν τα προηγούμενα χρόνια σε βάρος των πολιτών-ομήρων δεν θα πρέπει να κλονίσουν το δημοκρατικό φρόνημα και πολύ περισσότερο την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Μπορεί να λέγεται ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά όταν οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες γίνονται ανυπόφορες τότε προβάλει ως λύση η γενικευμένη βία και οι καταστροφές και τότε φυσικά ο δρόμος για πισωγυρίσματα δεν είναι μακριά. Μάλιστα η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, όταν πρωταγωνιστές είναι και πάλι οι πλέον αδικημένοι, αυτοί δηλαδή που ως θύτες - θύματα ξαναζωντανεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Κι όμως υπάρχει διέξοδος κι αυτή βρίσκεται στο χέρι μας και στην καρδιά μας. Πρόκειται για την εφαρμογή μιας διαφορετικής πολιτικής, που στο επίκεντρό της θα είναι ο άνθρωπος και οι αξίες του. Μια πολιτική που δεν θα έρθει σε ρήξη μόνο με τους μηχανισμούς ενός σάπιου συστήματος αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Υπάρχει ανάγκη για την εφαρμογή ενός διαφορετικού τρόπου διακυβέρνησης της χώρας, που θα πρωταγωνιστούν νέοι άνθρωποι (όχι απαραίτητα στην ηλικία), με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα, χωρίς αμφισημίες και διγλωσσία και κυρίως έτοιμοι να συγκρουστούν με το κατεστημένο. Επομένως στα πλαίσια μιας διαφορετικής φιλοσοφίας χρειάζεται να προχωρήσει η χώρα σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με διαφορετικό πολιτικό ύφος και ήθος, αλλαγές αναγκαίες και όχι επιβαλλόμενες, που θα γίνουν αποδεκτές από την πλειοψηφία του λαού, αφού θα θίγουν τους λίγους και προνομιούχους. Μία κυβέρνηση με δημοκρατικό φρόνημα, που θα επιζητεί την ενότητα στη διαφορά, αξιοποιώντας την κριτική και τον έλεγχο που της ασκείται από τον απλό πολίτη. Ένας πολίτης που θα συμμετέχει στα κοινά, γιατί ο μέχρι τώρα αποκλεισμός του στοίχισε και στοιχίζει στο μέλλον των παιδιών του. Άλλωστε η αποπολιτικοποίηση των τελευταίων χρόνων δεν οφειλόταν, όπως παλιά, στην αναρμοδιότητά του, αλλά στην αδιαφορία του για τα κοινά και στο προσωπικό του όφελος (βόλεμα), επομένως έχει σημαντικές ευθύνες, αφού χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Ακόμα κι αν δεν θέλει να συμμετέχει ενεργά σε πολιτικά σχήματα, θα πρέπει τουλάχιστον να συμμετέχει στους κοινωνικούς θεσμούς βελτιώνοντας τον τρόπο της λειτουργίας τους, ώστε να καρπωθεί αυτός και οι δικοί του άνθρωποι τα θετικά των σκοπών τους. Μόνο έτσι θα κερδηθεί η εμπιστοσύνη απέναντι στο κράτος, στην εξουσία δηλαδή (απ’ το κρατέω-ώ = εξουσιάζω) που θα μοιράζεται σε όλους ανάλογα με τις δυνατότητες αλλά και τις ανάγκες που υπάρχουν. Ο έλεγχος της εξουσίας θα περιορίζει τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας των πολιτικών που ως μέλη μιας κυβέρνησης θα εφαρμόσουν μια νέα οικονομική και κοινωνική πολιτική, που θα ισορροπεί ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική ισότητα. Κι όλα αυτά σε μια προσπάθεια που το αίσθημα του δικαίου θα κυριαρχεί στην κοινωνία και όχι μόνο στις δικαστικές αίθουσες, αφού η εφαρμογή των νόμων (γραπτών ή άγραφων, τυπικών ή άτυπων) δεν θα εξαρτάται αποκλειστικά από το φόβο των συνεπειών μιας παραβατικής συμπεριφοράς. Όλοι οι πολίτες λοιπόν θα υπακούουν στους νόμους ανεξάρτητα από την κοινωνική τους ισχύ, αφού η αλλαγή των νοητικών δομών (νοοτροπία) έπεται των κοινωνικών δομών, επομένως η αναζήτηση του κέρδους δεν θα αποτιμάται αποκλειστικά από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά και από παράγοντες που δεν καταγράφονται ούτε ερμηνεύονται με οικονομικούς όρους…
Κι επειδή τα όνειρα δεν κρατάνε πολύ, αλλά θεωρούνται απαραίτητα στη ζωή μας, ας δούμε εν συντομία τι μπορεί να γίνει άμεσα για το καλό της χώρας μας.
Ας περιφρουρήσουμε τη δημοκρατία μας, ακόμα κι αν πικραθήκαμε από τους πολιτικούς – διαχειριστές. Ας σκεφτούμε ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι συμπολίτες μας, που αν τους εμπιστευτούμε θα προσπαθήσουν να λειτουργήσουν πολιτικά, με την ουσία της λέξης, κι εμείς από κοντά ας τους ελέγχουμε. Παράλληλα ας ελέγχουμε και την πολιτική μας συμπεριφορά (αυτοέλεγχος). Για παράδειγμα ίσως κάποιοι στελεχώσουν μια ελληνική κυβέρνηση που θα περιορίσει τον επεμβατικό χαρακτήρα της ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παραβιάζει τις βασικές αρχές της. Κάποτε μιλούσε για ενότητα των χωρών και παράλληλα αυτοδιαχείριση, αυτονομία, κ.ά. στο εσωτερικό τους και όχι επιβολή μιας ταξικής πολιτικής στις αδύναμες χώρες (βλ. νότος). Ελπίζω με τα μνημόνια να μη χάσουμε τη μνήμη μας και κυρίως την ιστορική. Ίσως η Πολιτική Παιδεία αντί για μάθημα εξεταζόμενο στο σχολείο θα έπρεπε να μαθαίνεται βιωματικά στη κοινωνία. Το ζήτημα είναι ότι θα διαφωνούσαμε πάλι για το ποιος θα κάνει την αξιολόγηση… Μα, η ζωή βέβαια. Αν και αυτή «…αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία».
Δρ.Μακρίδης Γιώργος, κοινωνιολόγος