Αποδοχή ή Απόρριψη της Ελληνικής Εκπαίδευσης;
Το Σχολείο στην Κρίση… μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων.
Με αφορμή τη λειτουργία της ιστοσελίδας του σχολείου μας, παρουσιάζω για ενημέρωση αλλά και για προβληματισμό των αναγνωστών μερικά από τα πορίσματα πανελλαδικής έρευνας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με θέμα την Ποιότητα στην Εκπαίδευση, στην οποία συμμετείχα ως εξωτερικός συνεργάτης στον τομέα «Κοινωνική Αποδοχή ή Απόρριψη της Εκπαιδευτικής πραγματικότητας» το 2008[1]. Στην έρευνα συμμετείχαν μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς διευρύνοντας έτσι το πεδίο «σχολείο», ώστε η αποτίμηση της ποιότητας να επεκταθεί και εκτός των ορίων της εκπαιδευτικής κοινότητας. Οι διαφοροποιήσεις που εντοπίσθηκαν στις εκτιμήσεις των αποδεκτών αποδίδονται στις διαφορετικές προσδοκίες που έχουν για την εκπαίδευση και που διαμορφώνονται στον εκάστοτε χώρο και χρόνο με βάση τις ιδιότητες και τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια εξατομικευμένη αντίληψη για τα προβλήματα στην εκπαίδευση και να καταστήσουμε το άτομο αποκλειστικό υπεύθυνο για την πρόσληψη γνώσεων και δεξιοτήτων. Άλλωστε αρκετές μελέτες[2] δείχνουν ότι η απόκτηση των γνώσεων βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Επομένως η οποιαδήποτε ερμηνεία της κοινωνικής αποδοχής ή απόρριψης της παρεχόμενης εκπαίδευσης έχει να κάνει με τον κεντρικό προσανατολισμό αυτής. Έτσι αν οι προτεραιότητες τίθενται πλέον από την πλευρά της οικονομίας και το εκπαιδευτικό σύστημα συστοιχίζεται με την αγορά, τότε η γνώση αποκτά χρηστικό χαρακτήρα, απομακρυνόμενη όλο και περισσότερο από τις ανάγκες του υποκειμένου για μόρφωση και αυτοπραγμάτωση. Στα πλαίσια της οικονομικής αναδιάρθρωσης η εκπαίδευση θα πρέπει να αυξήσει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του ατόμου, εφοδιάζοντάς αυτό με τις απαραίτητες ικανότητες και με τις δεξιότητες-κλειδιά. Επομένως η εκπαίδευση, που τεκμηριώνεται με πιστοποιητικά, αποτελεί για τους νέους το διαβατήριο για μια πετυχημένη καριέρα και όχι το έναυσμα για τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Οι νέες ηθικές αξίες και τα ισχύοντα καταναλωτικά πρότυπα επιβάλλουν ή καλύτερα υποβάλλουν την αξιολόγηση αυτών με βάση το τυπικό αποτέλεσμα. Αυτό που μετράει περισσότερο δεν είναι ο δρόμος, η προσπάθεια ή το ταξίδι – η διαμόρφωση της προσωπικότητας και η εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά ο τερματισμός, ο προορισμός, το αποτέλεσμα. Κι όμως οι αλλαγές αυτές ελάχιστα συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης, καθώς προσκρούουν στο ασύμπτωτο της σχέσης μεταξύ εκπαίδευσης και οικονομίας, η οποία διαμορφώθηκε ιστορικά με το διαχωρισμό της γνώσης από το χώρο της παραγωγής[3]. Εάν λοιπόν μιλάμε για ένα δημόσιο σχολείο που η παροχή της γνώσης – καθαρά εργαλειακής – γίνεται με έμφαση τις γνωστικές και επαγγελματικές ικανότητες των μαθητών και την προετοιμασία τους μέσω της εκπαίδευσης για προσαρμογή στην κοινωνία του ρίσκου[4], τότε θα λέγαμε ότι η παρούσα κατάσταση είναι απογοητευτική. Το άγχος και η ανασφάλεια των μαθητών για το αύριο επιτείνονται και επεκτείνονται, αφού οι αλλαγές δεν περιορίζονται σε μια μόνο περιοχή του πλανήτη, αλλά επεκτείνονται σχεδόν παντού[5].
Τα παραπάνω διαπιστώνονται ερευνητικά:
Α) Στις αρνητικές εκτιμήσεις για τον εκπαιδευτικό ρόλο του σημερινού σχολείου & την εκπαιδευτική διαδικασία :
Το σχολείο δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον ούτε των αριστούχων μαθητών για τα διδασκόμενα μαθήματα
Δεν ικανοποιούνται οι εκπαιδευτικές ανάγκες & τα ενδιαφέροντα των μαθητών.
Εντοπίζονται δυσκολίες προσαρμογής της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις ιδιαιτερότητες των μαθητών στο Ενιαίο Λύκειο.
Δεν καλλιεργείται η ολόπλευρη προσωπικότητα των μαθητών.
Δεν καλλιεργείται η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών.
Δεν αναπτύσσονται οι προσωπικές δεξιότητες των μαθητών (κυρίως στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση).
Δεν προωθούνται όσο θα έπρεπε οι νέες τεχνολογίες στο σχολείο (κυρίως στο Λύκειο και το Δημοτικό).
Το σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των μαθητών (τα μεγαλύτερα ποσοστά εντοπίζονται στους τελειόφοιτους και τους αριστούχους).
Το σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των γονέων (τα μεγαλύτερα ποσοστά εντοπίζονται στους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και με παιδιά στο λύκειο).
Το σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των εκπαιδευτικών κυρίως ως προς την υλικοτεχνική υποδομή, το ρόλο του σχολικού συμβούλου και τους στόχους & σκοπό των σπουδών.
Β) Στις αρνητικές εκτιμήσεις ως προς την αποτελεσματικότητα του σχολείου και τη σύνδεσή του με την αγορά εργασίας:
Η επιτυχία των μαθητών σε ΑΕΙ/ΤΕΙ οφείλεται στην φροντιστηριακή προετοιμασία (συμφωνούν γονείς και εκπαιδευτικοί – διαφοροποιείται σημαντικά η εκτίμηση των εκπαιδευτικών στο λύκειο).
Το σχολείο δεν συμβάλλει στην επαγγελματική σταδιοδρομία των μαθητών του (συμφωνούν μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς – διαφοροποιείται σημαντικά η εκτίμηση των εκπαιδευτικών στο ΤΕΕ).
Γ) Στα αρνητικά συναισθήματα των μαθητών (άγχος, πίεση, κούραση και ανία) που εκφράζονται κυρίως από τους πολύ καλούς μαθητές, τα κορίτσια και τους τελειόφοιτους ενιαίου λυκείου.
Δ) Στην απόδοση ευθυνών για τα προβλήματα στα σχολεία, που αποδίδονται από μαθητές και γονείς, στο Εκπαιδευτικό σύστημα, στο ισχύον Νομοθετικό Πλαίσιο και στους Εκπαιδευτικούς.
Κι όμως το δημόσιο σχολείο εξακολουθεί ν’αποτελεί σημαντικό φορέα κοινωνικοποίησης, που δίνει την ευκαιρία στον μαθητή να εκφράζεται ελεύθερα, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να συμμετέχει σε πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα, να συνεργάζεται, να αξιοποιεί τη διαφορετικότητα, να δημιουργεί, να επικοινωνεί με τους συμμαθητές του και τους δασκάλους του. Μια επικοινωνία που αναδεικνύει το μήνυμα και όχι το μέσο, μια ανθρώπινη επικοινωνία, που η ποιοτική της διάσταση δεν είναι πάντα μετρήσιμη και ίσως αυτό αποτελεί και τη δυναμική της.
Τα παραπάνω διαπιστώνονται ερευνητικά στις θετικές εκτιμήσεις για τον παιδαγωγικό και κοινωνικοποιητικό ρόλο του σχολείου:
Οι μαθητές εκφράζονται ελεύθερα και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες (σύμφωνα με την εκτίμηση των εκπαιδευτικών).
Το σχολείο προωθεί τη σημασία της ομαδικής δράσης (σύμφωνα με την εκτίμηση των εκπαιδευτικών).
Το σχολείο εμπλουτίζει τη βιωματική γνώση των μαθητών με την αξιοποίηση της παρουσίας των αλλοδαπών μαθητών (σύμφωνα με την εκτίμηση των εκπαιδευτικών).
Το σχολείο διαπαιδαγωγεί τους μαθητές του (σύμφωνα με την εκτίμηση των γονέων).
Το σχολείο εντάσσει ομαλά τους αλλοδαπούς μαθητές (σύμφωνα με την εκτίμηση των γονέων).
Η παρουσία των αλλοδαπών μαθητών δεν επηρεάζει αρνητικά τον ελληνικό πολιτισμό, αντίθετα συμβάλλει στη διατήρηση των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών (συμφωνα με τις εκτιμήσεις γονέων και εκπαιδευτικών).
Το σχολείο ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των εκπαιδευτικών ως προς την καθημερινή του λειτουργία αλλά και την επικοινωνία τους με μαθητές, συναδέλφους και γονείς.
Από τα σημαντικότερα ερευνητικά δεδομένα αποτελεί η ιεράρχηση, από τους εκπαιδευτικούς, των παραγόντων που επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έτσι τα μεγαλύτερα ποσοστά συγκέντρωσαν κατά σειρά η δομή και η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, η υλικοτεχνική υποδομή και οι εκπαιδευτικοί. Τέλος αποκτά ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον το πώς οραματίζονται εκπαιδευτικοί και γονείς το σχολείο του μέλλοντος. Ένα σχολείο που συνδυάζει την αυστηρή τήρηση των κανόνων του με την ελευθερία κινήσεων των μαθητών του και την πετυχημένη σύνδεσή του με την αγορά εργασίας με τις ικανοποιητικές απολαβές των εκπαιδευτικών, χωρίς όμως ν’αποτελούν αυτές το σημαντικότερο κίνητρο για την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών.
Γιώργος Μακρίδης, κοινωνιολόγος
[1] Εισηγήσεις διημερίδων Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Αθήνα, 20-21/3/2008, Ίδρυμα Ευγενίδου και Θεσσαλονίκη, 17-18/4/2008, ΑΠΘ.
[2] Μελέτες στο χώρο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, όπως Bourdieu, P/Passeron, J.-Cl., «Οι Κληρονόμοι. Οι φοιτητές και η κουλτούρα» Αθήνα 1993 και στην Ελλάδα Κάτσικας, Χ./Καββαδίας Γ., «Η ανισότητα στην Ελληνική Εκπαίδευση…» Αθήνα 1994.
[3] Αλεξίου Θανάσης «Εργασία, Εκπαίδευση και Κοινωνικές Τάξεις. Το ιστορικό – θεωρητικό πλαίσιο» εκδ. Παπαζήση 2002.
[4] Beck, Ulrich «Τι είναι Παγκοσμιοποίηση», εκδ.Καστανιώτη 1999.
[5] Giddens, Anthony «Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας», εκδ. Μεταίχμιο 2001.
Το Σχολείο στην Κρίση… μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων.
Με αφορμή τη λειτουργία της ιστοσελίδας του σχολείου μας, παρουσιάζω για ενημέρωση αλλά και για προβληματισμό των αναγνωστών μερικά από τα πορίσματα πανελλαδικής έρευνας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με θέμα την Ποιότητα στην Εκπαίδευση, στην οποία συμμετείχα ως εξωτερικός συνεργάτης στον τομέα «Κοινωνική Αποδοχή ή Απόρριψη της Εκπαιδευτικής πραγματικότητας» το 2008[1]. Στην έρευνα συμμετείχαν μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς διευρύνοντας έτσι το πεδίο «σχολείο», ώστε η αποτίμηση της ποιότητας να επεκταθεί και εκτός των ορίων της εκπαιδευτικής κοινότητας. Οι διαφοροποιήσεις που εντοπίσθηκαν στις εκτιμήσεις των αποδεκτών αποδίδονται στις διαφορετικές προσδοκίες που έχουν για την εκπαίδευση και που διαμορφώνονται στον εκάστοτε χώρο και χρόνο με βάση τις ιδιότητες και τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια εξατομικευμένη αντίληψη για τα προβλήματα στην εκπαίδευση και να καταστήσουμε το άτομο αποκλειστικό υπεύθυνο για την πρόσληψη γνώσεων και δεξιοτήτων. Άλλωστε αρκετές μελέτες[2] δείχνουν ότι η απόκτηση των γνώσεων βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Επομένως η οποιαδήποτε ερμηνεία της κοινωνικής αποδοχής ή απόρριψης της παρεχόμενης εκπαίδευσης έχει να κάνει με τον κεντρικό προσανατολισμό αυτής. Έτσι αν οι προτεραιότητες τίθενται πλέον από την πλευρά της οικονομίας και το εκπαιδευτικό σύστημα συστοιχίζεται με την αγορά, τότε η γνώση αποκτά χρηστικό χαρακτήρα, απομακρυνόμενη όλο και περισσότερο από τις ανάγκες του υποκειμένου για μόρφωση και αυτοπραγμάτωση. Στα πλαίσια της οικονομικής αναδιάρθρωσης η εκπαίδευση θα πρέπει να αυξήσει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του ατόμου, εφοδιάζοντάς αυτό με τις απαραίτητες ικανότητες και με τις δεξιότητες-κλειδιά. Επομένως η εκπαίδευση, που τεκμηριώνεται με πιστοποιητικά, αποτελεί για τους νέους το διαβατήριο για μια πετυχημένη καριέρα και όχι το έναυσμα για τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Οι νέες ηθικές αξίες και τα ισχύοντα καταναλωτικά πρότυπα επιβάλλουν ή καλύτερα υποβάλλουν την αξιολόγηση αυτών με βάση το τυπικό αποτέλεσμα. Αυτό που μετράει περισσότερο δεν είναι ο δρόμος, η προσπάθεια ή το ταξίδι – η διαμόρφωση της προσωπικότητας και η εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά ο τερματισμός, ο προορισμός, το αποτέλεσμα. Κι όμως οι αλλαγές αυτές ελάχιστα συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης, καθώς προσκρούουν στο ασύμπτωτο της σχέσης μεταξύ εκπαίδευσης και οικονομίας, η οποία διαμορφώθηκε ιστορικά με το διαχωρισμό της γνώσης από το χώρο της παραγωγής[3]. Εάν λοιπόν μιλάμε για ένα δημόσιο σχολείο που η παροχή της γνώσης – καθαρά εργαλειακής – γίνεται με έμφαση τις γνωστικές και επαγγελματικές ικανότητες των μαθητών και την προετοιμασία τους μέσω της εκπαίδευσης για προσαρμογή στην κοινωνία του ρίσκου[4], τότε θα λέγαμε ότι η παρούσα κατάσταση είναι απογοητευτική. Το άγχος και η ανασφάλεια των μαθητών για το αύριο επιτείνονται και επεκτείνονται, αφού οι αλλαγές δεν περιορίζονται σε μια μόνο περιοχή του πλανήτη, αλλά επεκτείνονται σχεδόν παντού[5].
Τα παραπάνω διαπιστώνονται ερευνητικά:
Α) Στις αρνητικές εκτιμήσεις για τον εκπαιδευτικό ρόλο του σημερινού σχολείου & την εκπαιδευτική διαδικασία :
Το σχολείο δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον ούτε των αριστούχων μαθητών για τα διδασκόμενα μαθήματα
Δεν ικανοποιούνται οι εκπαιδευτικές ανάγκες & τα ενδιαφέροντα των μαθητών.
Εντοπίζονται δυσκολίες προσαρμογής της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις ιδιαιτερότητες των μαθητών στο Ενιαίο Λύκειο.
Δεν καλλιεργείται η ολόπλευρη προσωπικότητα των μαθητών.
Δεν καλλιεργείται η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών.
Δεν αναπτύσσονται οι προσωπικές δεξιότητες των μαθητών (κυρίως στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση).
Δεν προωθούνται όσο θα έπρεπε οι νέες τεχνολογίες στο σχολείο (κυρίως στο Λύκειο και το Δημοτικό).
Το σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των μαθητών (τα μεγαλύτερα ποσοστά εντοπίζονται στους τελειόφοιτους και τους αριστούχους).
Το σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των γονέων (τα μεγαλύτερα ποσοστά εντοπίζονται στους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και με παιδιά στο λύκειο).
Το σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των εκπαιδευτικών κυρίως ως προς την υλικοτεχνική υποδομή, το ρόλο του σχολικού συμβούλου και τους στόχους & σκοπό των σπουδών.
Β) Στις αρνητικές εκτιμήσεις ως προς την αποτελεσματικότητα του σχολείου και τη σύνδεσή του με την αγορά εργασίας:
Η επιτυχία των μαθητών σε ΑΕΙ/ΤΕΙ οφείλεται στην φροντιστηριακή προετοιμασία (συμφωνούν γονείς και εκπαιδευτικοί – διαφοροποιείται σημαντικά η εκτίμηση των εκπαιδευτικών στο λύκειο).
Το σχολείο δεν συμβάλλει στην επαγγελματική σταδιοδρομία των μαθητών του (συμφωνούν μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς – διαφοροποιείται σημαντικά η εκτίμηση των εκπαιδευτικών στο ΤΕΕ).
Γ) Στα αρνητικά συναισθήματα των μαθητών (άγχος, πίεση, κούραση και ανία) που εκφράζονται κυρίως από τους πολύ καλούς μαθητές, τα κορίτσια και τους τελειόφοιτους ενιαίου λυκείου.
Δ) Στην απόδοση ευθυνών για τα προβλήματα στα σχολεία, που αποδίδονται από μαθητές και γονείς, στο Εκπαιδευτικό σύστημα, στο ισχύον Νομοθετικό Πλαίσιο και στους Εκπαιδευτικούς.
Κι όμως το δημόσιο σχολείο εξακολουθεί ν’αποτελεί σημαντικό φορέα κοινωνικοποίησης, που δίνει την ευκαιρία στον μαθητή να εκφράζεται ελεύθερα, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να συμμετέχει σε πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα, να συνεργάζεται, να αξιοποιεί τη διαφορετικότητα, να δημιουργεί, να επικοινωνεί με τους συμμαθητές του και τους δασκάλους του. Μια επικοινωνία που αναδεικνύει το μήνυμα και όχι το μέσο, μια ανθρώπινη επικοινωνία, που η ποιοτική της διάσταση δεν είναι πάντα μετρήσιμη και ίσως αυτό αποτελεί και τη δυναμική της.
Τα παραπάνω διαπιστώνονται ερευνητικά στις θετικές εκτιμήσεις για τον παιδαγωγικό και κοινωνικοποιητικό ρόλο του σχολείου:
Οι μαθητές εκφράζονται ελεύθερα και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες (σύμφωνα με την εκτίμηση των εκπαιδευτικών).
Το σχολείο προωθεί τη σημασία της ομαδικής δράσης (σύμφωνα με την εκτίμηση των εκπαιδευτικών).
Το σχολείο εμπλουτίζει τη βιωματική γνώση των μαθητών με την αξιοποίηση της παρουσίας των αλλοδαπών μαθητών (σύμφωνα με την εκτίμηση των εκπαιδευτικών).
Το σχολείο διαπαιδαγωγεί τους μαθητές του (σύμφωνα με την εκτίμηση των γονέων).
Το σχολείο εντάσσει ομαλά τους αλλοδαπούς μαθητές (σύμφωνα με την εκτίμηση των γονέων).
Η παρουσία των αλλοδαπών μαθητών δεν επηρεάζει αρνητικά τον ελληνικό πολιτισμό, αντίθετα συμβάλλει στη διατήρηση των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών (συμφωνα με τις εκτιμήσεις γονέων και εκπαιδευτικών).
Το σχολείο ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των εκπαιδευτικών ως προς την καθημερινή του λειτουργία αλλά και την επικοινωνία τους με μαθητές, συναδέλφους και γονείς.
Από τα σημαντικότερα ερευνητικά δεδομένα αποτελεί η ιεράρχηση, από τους εκπαιδευτικούς, των παραγόντων που επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έτσι τα μεγαλύτερα ποσοστά συγκέντρωσαν κατά σειρά η δομή και η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, η υλικοτεχνική υποδομή και οι εκπαιδευτικοί. Τέλος αποκτά ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον το πώς οραματίζονται εκπαιδευτικοί και γονείς το σχολείο του μέλλοντος. Ένα σχολείο που συνδυάζει την αυστηρή τήρηση των κανόνων του με την ελευθερία κινήσεων των μαθητών του και την πετυχημένη σύνδεσή του με την αγορά εργασίας με τις ικανοποιητικές απολαβές των εκπαιδευτικών, χωρίς όμως ν’αποτελούν αυτές το σημαντικότερο κίνητρο για την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών.
Γιώργος Μακρίδης, κοινωνιολόγος
[1] Εισηγήσεις διημερίδων Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Αθήνα, 20-21/3/2008, Ίδρυμα Ευγενίδου και Θεσσαλονίκη, 17-18/4/2008, ΑΠΘ.
[2] Μελέτες στο χώρο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, όπως Bourdieu, P/Passeron, J.-Cl., «Οι Κληρονόμοι. Οι φοιτητές και η κουλτούρα» Αθήνα 1993 και στην Ελλάδα Κάτσικας, Χ./Καββαδίας Γ., «Η ανισότητα στην Ελληνική Εκπαίδευση…» Αθήνα 1994.
[3] Αλεξίου Θανάσης «Εργασία, Εκπαίδευση και Κοινωνικές Τάξεις. Το ιστορικό – θεωρητικό πλαίσιο» εκδ. Παπαζήση 2002.
[4] Beck, Ulrich «Τι είναι Παγκοσμιοποίηση», εκδ.Καστανιώτη 1999.
[5] Giddens, Anthony «Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας», εκδ. Μεταίχμιο 2001.